βατσίνα — η το εμβόλιο κατά της ευλογιάς: Όλα τα νήπια κάνουν υποχρεωτικά βατσίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατσινιά — (I) η [βάτσινο] 1. ο βάτος 2. ο βατιώνας 3. το δέντρο συκομορέα, συκαμνιά. (II) η [βατσίνα] η ουλή από τη βατσίνα … Dictionary of Greek
δαμαλίδα — η και δαμαλίς ( ίδος) (Μ δαμαλίς) [δάμαλις] η δαμάλα νεοελλ. 1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα 2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα 3. γένος δίπτερων εντόμων … Dictionary of Greek
δαμαλισμός — Εμβολιασμός με τον ζωντανό ιό της ευλογιάς της αγελάδας, που παρέχει στον ανθρώπινο οργανισμό ανοσία κατά της ασθένειας. * * * ο ο εμβολιασμός με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccination < γαλλ. vaccine <… … Dictionary of Greek
εμβόλιο — το (AM ἐμβόλιον) νεοελλ. 1. παρασκεύασμα που χορηγείται ενδομυϊκώς (με ένεση) ή από το στόμα για να προκαλέσει ανοσία προς ορισμένη νόσο ή για θεραπευτικούς σκοπούς 2. κλωνάρι δέντρου με οφθαλμούς, το οποίο χρησιμοποιείται για τον δενδροκομικό… … Dictionary of Greek
Καίρε — (Caere).Αρχαία πόλη της Ετρουρίας κοντά στον ποταμό Βατσίνα, στη θέση της σημερινής πόλης Τσερβετέρι. Αναφέρεται και με την ονομασία Κεραία. Αρχικά ονομαζόταν Αγύλλα και, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η ίδρυσή της ανάγεται στους Πελασγούς.… … Dictionary of Greek
εμβόλιο — το 1. (ιατρ.), ανοσογόνα ουσία μικροβιακής προέλευσης, που μπαίνει στον οργανισμό και δημιουργεί αντισώματα για προφύλαξη ή θεραπεία από ορισμένες λοιμώδεις αρρώστιες, το μπόλι. 2. (ιατρ.), η βατσίνα (βλ. λ.). 3. κομμάτι από κλαδί δέντρου, με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)